ενθάδιος

ενθάδιος
ἐνθάδιος, -ία, -ον (Μ) [ενθάδε]
1. εγχώριος, ντόπιος
2. σχετικός με συγκεκριμένο μέρος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἐνθάδιον
ιδιοκτησία, περιουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνθάδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθάδιον — ἐνθάδιος masc acc sg ἐνθάδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθάδια — ἐνθάδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθάδιοι — ἐνθάδιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”